φουρκάδα, η [fu’rkaða]

φουρκάδα, η [fu’rkaða]: ξύλινο δίχαλο για υποστήριγμα δέντρων και φυτών, [< φούρκ(α) –άδα].

Και: https://ilialang.gr/φούρκα-η-furka/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από