Διαλεκτικη ποικιλια της Ηλειας
-
πού’σ’ αντράκο μου! [‘pus a’drako mu]
πού’σ’ αντράκο μου! [‘pus a’drako mu]: έκφραση που διατυπώνεται από άντρα σε άντρα, ανεξάρτητα από την ηλικία του εκάστοτε ομιλητή και υποδεικνύει εγγύτητα και φιλική διάθεση. [έκφραση]
-
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]: τα λουριά που δένουν στα καπούλια του γαϊδάρου.
-
φιλέρι, το [fi’leri]
φιλέρι, το [fi’leri]: ροζ ή κόκκινο σταφύλι. [αλβα. fillër -ι].
-
λαδάς, ο [la’ðas]
λαδάς, ο [la’ðas]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λάδ(ι) -ας].
-
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λιο- τρίβ(ω) -ιάρης].
-
καματεύω [kama’tevo]
καματεύω [kama’tevo]: οργώνω. [κάματ(ος) -εύω].
-
ροΐ, το [ro’i]
ροΐ, το [ro’i]: δοχείο λαδιού.
-
λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]
λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]: το αρνί του Πάσχα. [Λαμπρ(ή) -ιάτης].
-
γαλαζώνω [γala’zono]
γαλαζώνω [γala’zono]: ραντίζω με διάλυμα θειϊκού χαλκού. [γαλάζ(ιο) -ώνω].
-
κούκλα, η [‘kukla]
κούκλα, η [‘kukla]: (μτφ.) το καλαμπόκι.
-
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
-
κλωγιόπουλο, το [klo’ʝopulo]
κλωγιόπουλο, το [klo’ʝopulo]: η κλώσσα. [κλώ(σσα) -γι- όπουλο].
-
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]: ονομασία καρπού του αντίστοιχου δέντρου. [πουρνάρ(ι) -ο- βέλι].
-
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]: ονομασία καρπού δέντρου. [δέντρο + βέλι].
-
αριοβέλι, το [arʝo’veli]
αριοβέλι, το [arʝo’veli]: ονομασία καρπού δέντρου.
-
σώφυλλα, τα [‘sofila]
σώφυλλα, τα [‘sofila]: κλαδάκια μέσα στο λιόπανο με τις ελιές. [(έ)σω + φύλλα].
-
αψαλιδοκούρευτος [apsaliðo’kureftos]
αψαλιδοκούρευτος, -η, -ο [apsaliðo’kureftos]: ζώο που δεν έχει κουρευτεί. [α- ψαλίδ(ι) -ο- κουρεύ(ω) -τος].
-
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]: μικρός λύχνος. [τσιμπ(άω) -ο- λάμπα].
-
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
-
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]: είδος ποταμίσιου ψαριού. [αετ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
Έχετε κάποιες προτάσεις βιβλίων;