τσούμπι, το [‘tʃumbi]

τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα.

Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από