τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]

τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]: καίω με κερί. [τσουρουφλίζω].

Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλάω-tsuruflao/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: