ΔΠΗ
τσουπί, το [tʃu’pi]: το κορίτσι. [αλβ. tšuprë, tšupa -ί].
Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/
Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: