τσαλιμάκι, το [tsali’maki]

τσαλιμάκι, το [tsali’maki]: α. η φιγούρα. β. η πονηριά. [τουρκ. çalim -ακι].

Και: https://ilialang.gr/κορδελλάκια-τα-κορδέλα-η-korδela-1-μακρόστ/


Δημοσιεύτηκε

σε

από