τρογύρω [tro’γiro]

τρογύρω [tro’γiro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω].

Και: https://ilialang.gr/τροΰρω-τρογύρω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: