τρεμοκουκουρίζω [tremokuku’rizo]

τρεμοκουκουρίζω [tremokuku’rizo]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης].

Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/

Όπως και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από