συμπάω [si’bao]: α. ανακατεύω φυσώντας την φωτιά για να δυναμώσει. β. κεντάω με λόγια κάποιον για να ανάψει ο καυγάς. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.].
Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/
Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o