στέρνα, η [‘sterna]

στέρνα, η [‘sterna]: δεξαμενή νερού. [μσν. στέρνα < κιστέρνα (που ίσως θεωρήθηκε κι η στέρνα) < λατ. cisterna].

Και: https://ilialang.gr/γούρνα-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από