σκουτέλι, το [sku’teli]

σκουτέλι, το [sku΄teli]: α. μικρή γαβάθα. β. η κούπα, Φράση: ‘Η κούπα και σκουτέλα’ [μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella (ορθογρ. απλοπ.)].

Και: https://ilialang.gr/σκουτέλα-η/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από