σκουτέλα, η [sku’tela]

σκουτέλα, η [sku’tela]: η κούπα, συνήθως πήλινη. [λατ. scutella ‘πήλινη μεγάλη κούπα χωρίς χερούλι, που χρησιμοποιείται ως σκεύος φαγητού’].

Και: https://ilialang.gr/σκουτέλι-το-skuteli/


Δημοσιεύτηκε

σε

από