σκνίπα, η [‘sknipa]

σκνίπα, η [‘sknipa]: α. το έντομο σκνίψ. β. ο μεθυσμένος. [αρχ. σκνίψ ὁ, αιτ. σκνίπα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. και τον πληθ. ίσως κατά το μύγα].

Και: https://ilialang.gr/σαπιοκούνουπο-το-sapʝokunupo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από