σιδερικά, τα [siðeri’ka]

σιδερικά, τα [siðeri’ka]: α. τα κουδούνια ζώων. β. το πιστόλι ή το μαχαίρι. [σίδερ(ο) -ικό, ουδ. του -ικός].

Και: https://ilialang.gr/σίδερο-σιδερικό-το/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από