σάρα, η [‘sara]

σάρα, η [‘sara]: α. σκουπίδια. β. (μτφ.) οι άχρηστοι άνθρωποι. [σαρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)].

Και: https://ilialang.gr/κατασάρα-τα-απομεινάρια/


Δημοσιεύτηκε

σε

από