πούδιασμα, το [‘puðʝazma]

πούδιασμα, το [‘puðʝazma]: το κρυολόγημα: ‘Θ’αρπάξεις πούδιασμα’ (θα κρυώσεις). [παλ. ιταλ. punta -ιασμα].

Όπως και: https://ilialang.gr/πούντα-η-punda/


Δημοσιεύτηκε

σε

από