ΔΠΗ
πααίνω [pa’eno]: πηγαίνω: ‘Πάαινε να σαλέψει ο νους μου’. [μσν. παγαίνω < πααίνω].
Και: https://ilialang.gr/παγαίνω-pajeno/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: