ξεΐγκλωτος, -η, -ο [kse’iŋglotos]: α. αυτός που δεν έχει ζωστήρα (ίγκλα). β. (μτφ.) ασουλούπωτος [ξε- + μσν. ίγκλ(α) -ωτός < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ].
Όπως και: https://ilialang.gr/ασουλούπωτος-οητο/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o