μπακράτσι, το [ba’kratsi]

μπακράτσι, το [ba’kratsi]: χάλκινο σκεύος, δοχείο. [τουρκ. bakraç ‘ χάλκινο  δοχείο’ -ι].

Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσια-η/

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από