μολογάω [molo’γao]

μολογάω [molo’γao]: α. λέω, διηγούμαι κτ. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄].

Όπως και: https://ilialang.gr/μολογώ-moloγo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: