μερτικό, το [merti’ko]

μερτικό, το [merti’ko]: το μερίδιο. [μσν. μερτικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεριτικός (με συγκ. του άτ. [i] ύστερα από [r] ) < μερίτ(ης < μέρ(ος) -ίτης) ‘μέτοχος΄ -ικός· μσν. μερδικόν < μερτικόν με επίδρ. του μερίδιν (< μερίδιον)].

Όπως και: https://ilialang.gr/μερδικό/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από