μαρκάλημα, το [ma’rkalima]

μαρκάλημα, το [ma’rkalima]: το ζευγάρωμα των ζώων. [μαρκαλ(άω) -ημα].

Όπως και: https://ilialang.gr/μάρκαλος-ο/


Δημοσιεύτηκε

σε

από