μαγκλαράς, ο [maŋgla’ras]

μαγκλαράς, ο [maŋgla’ras]: άνθρωπος, ιδίως νέος, ψηλός και άχαρος: ‘Αυτός είναι μαγκλαράς’ (πρβ. μαντράχαλος, κρεμανταλάς).

Και: https://ilialang.gr/κρεμανταλάς-ο/

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από