λετσής, ο [le’tsis]

λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης].

Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/


Δημοσιεύτηκε

σε

από