κουρνιαχτός, ο [kurɲa’xtοs]: σκόνη σε μεγάλη ποσότητα, που αιωρείται: ‘Kατακάθισε ο κουρνιαχτός. [μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )].
κουρνιαχτός, ο [kurɲa’xtos]
από
Ετικέτες: