κουρκουβίκι, το [kurku’viki]

κουρκουβίκι, το [kurku’viki]: πίτα φτιαγμένη από το πρώτο παχύ γάλα των γιδοπροβάτων το οποίο συλλέγεται μετά από την γέννα.

Και: https://ilialang.gr/κουρκουφίγκι-το-kurkufiɟi/


Δημοσιεύτηκε

σε

από