κορατσιάζω [kora’tsʝazo]: διψάω πολύ.
Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/
Και: https://ilialang.gr/κορακιάζω/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
κορατσιάζω [kora’tsʝazo]: διψάω πολύ.
Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/
Και: https://ilialang.gr/κορακιάζω/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: