κορακιάζω [kora’cazo]: διψάω πολύ. [κόρακ(ας) -ιάζω(από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak ‘στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι].
Και: https://ilialang.gr/κορατσιάζω-koratsiazo/
Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Αφήστε μια απάντηση