κοκολόγια, τα [koko’loʝa]

κοκολόγια, τα [koko’loʝa]: η αναζήτηση και το μάζεμα καρπών που απέμειναν μετά την συγκομιδή. [κόκκ(ος) -ολόγια].

Ενικός: https://ilialang.gr/κοκκολόι-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *