κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]: το χωράφι με κοκκινωπό χώμα. [< κοκκιν(ος) -ο- χωραφ(ι) -ο].
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]
από
Ετικέτες:
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]: το χωράφι με κοκκινωπό χώμα. [< κοκκιν(ος) -ο- χωραφ(ι) -ο].
από
Ετικέτες: