κερνατζής, ο [kerna’dtzis]

κερνατζής, ο [kerna’dtzis]: αυτός που κερνάει, συνήθως κρασί. [κερνά(ω) -τζής].

Όπως και: https://ilialang.gr/κεραστής-ο-kerastis/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *