καψαλιάζω [kapsa’ʎazo]: καίω τα χορτάρια. [καψάλ(α) -ιάζω].
Και: https://ilialang.gr/καψαλάου-περικαίω-επιφανειακά-καψαλ/
καψαλιάζω [kapsa’ʎazo]: καίω τα χορτάρια. [καψάλ(α) -ιάζω].
Και: https://ilialang.gr/καψαλάου-περικαίω-επιφανειακά-καψαλ/
από
Ετικέτες: