καυκαλίθρα, η [kafka’liθra]

καυκαλίθρα, η [kafka’liθra]: εύγευστο αγριόχορτο. [καύκαλ(ο) + –ίθρα].

Και: https://ilialang.gr/καυκαλίδα-η-kafkalida/


Δημοσιεύτηκε

σε

από