καρλαύτης, ο [ka’rlaftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά.
Όπως και: https://ilialang.gr/κλαπάφτης-ο-klapaftis/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
καρλαύτης, ο [ka’rlaftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά.
Όπως και: https://ilialang.gr/κλαπάφτης-ο-klapaftis/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση