καζάντι, το [ka’zandi]: το κέρδος. [καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.) <αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak].
Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντια/
καζάντι, το [ka’zandi]: το κέρδος. [καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.) <αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak].
Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντια/
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση