κάματος, ο [‘kamatos]

κάματος, ο [‘kamatos]: α. το όργωμα των χωραφιών. β. κόπωση που προκαλείται από υπερβολική εργασία. [αρχ. ουσ. κάματος].

Και: https://ilialang.gr/καμάτι-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από