ζουμπάς, ο [zu’mbas]

ζουμπάς, ο [zu’mbas]: α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς].

Και: https://ilialang.gr/στουμπάς-ο-stumbas/


Δημοσιεύτηκε

σε

από