ζιούμπα, η [‘zʝumba]

ζιούμπα, η [‘zʝumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba].

Και: https://ilialang.gr/ζούμπα-η-zumba/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από