εξαποδώ, ο [eksapo’ðo]: ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση. [φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω].
Και: https://ilialang.gr/οξαποδός/
Και: https://ilialang.gr/οξαποδώ-ο-oksapodo/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i