γρασκελάου [γraske’lau]

γρασκελάου [γraske’lau]: περνώ πάνω από ένα εμπόδιο με πήδημα ή με μεγάλο άνοιγμα των σκελών. [μσν. δρασκελώ < δρασκελ(ίζω) -άου με τροπή δ σε γ].

Και: https://ilialang.gr/αγρασκελάου/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: