γλιστρίδα, η [γli’striða]: α. είδος αγριόχορτου. β. (μτφ.) ‘Έφαγες γλιστρίδα’ για κάποιον που μιλάει ακατάπαυστα. γ. σκουληκαντέρα. [γλίστρ(α) -ίδα (πρβ. μσν. γλιστρίδα ΄είδος σκουληκιού΄].
Όπως και: https://ilialang.gr/γλιστριά-ή-γλιστρίδα-η-η-σκουληκαντέρ/
Αφήστε μια απάντηση