γινάτι, το [γi’nati]

γινάτι, το [γi’nati]: πείσμα: ‘Tην έφαγε το γινάτι της’. [< ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι].

Και: https://ilialang.gr/γνάτι-το-γnati/

Και: https://ilialang.gr/ινάτι-το-inati/

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από