βρακοζώνι, το [vrako’zoni]

βρακοζώνι, το [vrako’zoni]: ζωνάρι που κρατούσε το εσώρουχο. [βρακ(ί) -ο- ζών(η) -ι].

Όπως και: https://ilialang.gr/βρακοζώνα-η-vrakozona/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *