βοϊδόγλειμα, το [voi’ðoγlima]

βοϊδόγλειμα, το [voi’ðoγlima]: (μτφ.) τούφα μαλλιών που είναι κολλημένη πάνω στο κεφάλι καλύπτοντας το μέτωπο. [βόιδ(ι) -ο- γλεί(φω) -μα].

Και: https://ilialang.gr/βοϊδογλειψιά-η-voidoγlipsca/


Δημοσιεύτηκε

σε

από