βαρυγωμώ [variγo’mo]

βαρυγωμώ [variγo’mo]: βαρυγωμώ, δυσανασχετώ: ‘Μη βαρυγωμάς! Δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο!’. [<βαρυγνωμώ < βαρύ+γνωμώ].

Και: https://ilialang.gr/βαρυγγωμώ-varigomo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: