βάβα, η [‘vava]

βάβα, η [‘vava]: προσφώνηση των εγγονιών προς την γιαγιά τους. [μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba].

Όπως και: https://ilialang.gr/μπάμπω-η-bambo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *