αφορμίζω [afo’rmizo]

αφορμίζω [afo’rmizo]: ερεθίστηκε η πληγή. [μσν. αφορμίζω ‘ερεθίζομαι’].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

Και: https://ilialang.gr/αφόρμησε/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: