αρμολόισμα, το [armo’loizma]

αρμολόισμα, το [armo’loizma]: η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. [αρχ. αρμ(ός) -ολόισμα].

Όπως και: https://ilialang.gr/αρμολόι-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από