απλοχεριά, η [aploçe’rʝa]

απλοχεριά, η [aploçe’rʝa]: όσο χωράει μια παλάμη.  [απλ(ώνω) -ο- + χέρ(ι) + -ια].

Και: https://ilialang.gr/πλοχεριά/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από