απαυτώνω [apa’ftono]

απαυτώνω [apa’ftono]: εκτελώ σεξουαλική πράξη: ‘Tην απαύτωσε’. [απαυτ(ός) -ώνω]

Και: https://ilialang.gr/αυτώνω/

Και: https://ilialang.gr/τετοιώνω/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i


Δημοσιεύτηκε

σε

από